- συνεγγράφω
- ΜΑ [ἐγγράφω]εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλονμσν.ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεγγράφω — σύν ἐγγράφω make incisions into pres subj act 1st sg σύν ἐγγράφω make incisions into pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)